Κάθε
λουλούδι
έχει
τη θέση του στον ήλιο,
κάθε
άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
Κάθε
άνθρωπος έχει έναν ουρανό
πάνου
από την πληγή του,
κι
ένα μικρό
παράνομο
σημείωμα της Άνοιξης
μέσα
στην τσέπη του.
Μανόλης
Αναγνωστάκης
Ο Μανόλης
Αναγνωστάκης
γεννήθηκε
στις
9 Μαρτίου 1925, στη Θεσσαλονίκη
Θεσσαλονίκη,
Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ
.Στὴν
ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα
ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας
Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ
πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ
παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε
από τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε
τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν,
ὁ καιρὸς ἐκεῖνος
πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ
γελοῦν,
δὲν ψιθυρίζουν μυστικά,
δὲν
ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν,
ἐννοεῖται,
γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς
ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες,
καταποντισμοί, σεισμοί,
θωρακισμένοι
στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ
πατέρα:
ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες
μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν
δὲν τὶς γνώρισαν,
λένε τὸ μάθημα οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας
πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ
ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
τους
ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν,
στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε,
ὑψώνεται ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ
συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι,
αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ
γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς
μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε,
αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ
ταξιδέψω
ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε
κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα
νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν
Ἑλλήνων.
Τάσος
Λειβαδίτης
Ο
Τάσος (Αναστάσιος-Παντελεήμων) Λειβαδίτης,
γεννήθηκε
στις 20
Απριλίου 1922, στην
Αθήνα
Λυκόφως
Κάποτε
θα σου διηγηθούν όλες τις λεπτομέρειες
της ζωής σου,
αλλά
εσύ δε θα τις γνωρίζεις, κι άλλοτε σε
μια πάροδο ή σ’ ένα
καφενείο
βλέπεις πρόσωπα για πρώτη φορά κι όμως
νιώθεις ότι
έζησες
πολύν καιρό μαζί τους, σε ποιάν άλλη ζωή
τάχα ή στη
μοναξιά
του φθινοπώρου ή μες στ’ όνειρο για
έναν κόσμο ωραιότερο
– Μην
παραξενευόσαστε λοιπόν που έμεινα τόσο
νέος: εγώ δεν είχα ιστορία, όπως και τα
πιο ωραία λόγια που τα βρίσκουμε όταν
είναι πλέον αργά
Κι
αυτές οι πορφυρές ανταύγειες του δειλινού
στο βάθος σαν τις
πυρκαγιές
σε μια παλιά χαμένη εξέγερση, τι έγινε;
Κανείς δεν επέζησε
να μαρτυρήσει – δίκαιη ώρα του λυκόφωτος,
όταν πλανιόμαστε σε προκυμαίες ή
ουρανούς, ώρα που σταματάμε άξαφνα στη
σκάλα και κοιτάζουμε το αινιγματικό
παρελθόν, ενώ από κάπου ακούγεται μια
μελωδία παιδική ξεχασμένη σαν ένας
άγγελος που έχασε το δρόμο του –
Ζούμε
σ’ ένα ανεξιχνίαστο όνειρο απ’ όπου
δε θα βγούμε παρά για ν’ αγκαλιάσουμε,
σαν μόνη εξήγηση, τη σιωπή…
Κώστας Βάρναλης
Ο Κώστας
Βάρναλης γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου
1884, στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας
* Να σ' αγναντεύω θάλασσα *
Να
σ' αγναντεύω θάλασσα,
να
μη σε χορταίνω
απ'
το βουνό ψηλά
στρωτή
και καταγάλανη
και
μέσα να πλουταίνω
απ'
τα μαλάματα σου τα πολλά.
Να
ταξιδεύουν στον αγέρα
τα
νησάκια, οι κάβοι,
τ'
ακρογιάλια σαν μεταξένιοι αχνοί
και
με τους γλάρους συνοδιά
κάποτ'
ένα καράβι, ν' ανοίγουν να το παίρνουν
οι ουρανοί.
Έτσι
να στέκω, θάλασσα,
παντοτινέ
μου έρωτα,
με
μάτια να σε χαίρομαι θολά
και
να ναι τα μελλούμενα
στην
άπλα σου μπροστά μου,
πίσω
και αλάργα βάσανα πολλά!!
Νίκος
Καββαδίας
Ο
Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις
11 Ιανουαρίου 1910, στο Νίκολσκ
Ουσουρίσκι, του
Βλαδιβοστόκ.
*
Αγαπώ *
Αγαπάω
τ’ ό,τι είνε θλιμμένο στον κόσμο
Τα
θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα
ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις
νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους
τόπους,
Τους
σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για
μια πολιτεία μακρυνή ξεκινάνε,
τους
τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους
φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα
χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον
ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό
τους,
να
φανή απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους
κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό
τους
Τα
καράβια που φεύγουν για καινούρια
ταξίδια
και
δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα’ ρθουν
πίσω
αγαπάω,
και θα’ θελα μαζί τους να πάω
κι
ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω
τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες
που
κυττάνε μακριά, που κυττάνε θλιμμένα…
αγαπάω
σε τούτον τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί
μοιάζει μ’ εμένα.
Κική
Δημουλά
Η
Κική Δημουλά γεννήθηκε
στις
6 Ιουνίου 1931, στην
Αθήνα
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
1948
Κρατῶ
λουλοῦδι μᾶλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ᾿
ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε
κῆπος κάποτε.
Στὸ
ἄλλο χέρι
κρατῶ
πέτρα.
Μὲ
χάρη καὶ ἔπαρση.
Ὑπόνοια
καμιὰ
ὅτι
προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις,
προγεύομαι
ἄμυνες.
Φαίνετ᾿
ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε
ἄγνοια κάποτε.
Χαμογελῶ.
Ἡ
καμπύλη του χαμόγελου,
τὸ
κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως,
μοιάζει
μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο,
ἕτοιμο.
Φαίνετ᾿
ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε
στόχος κάποτε.
Καὶ
προδιάθεση νίκης.
Τὸ
βλέμμα βυθισμένο
στὸ
προπατορικὸ ἁμάρτημα:
τὸν
ἀπαγορευμένο καρπὸ
τῆς
προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ᾿
ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε
πίστη κάποτε.
Ἡ
σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο.
Φοράει
στολὴ δισταγμοῦ.
Δὲν
ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι
σύντροφός
μου ἢ καταδότης.
Φαίνετ᾿
ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασ᾿
ἐπάρκεια κάποτε.
Σὺ
δὲν φαίνεσαι.
Ὅμως
γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο,
γιὰ
νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του
κρατώντας
λουλούδι
καὶ
χαμογελώντας,
θὰ
πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι.
Φαίνετ᾿
ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
ζωὴ
πέρασες κάποτε.
Κατερίνα
Γώγου
Η
Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιούνη
του 1940, στην Αθήνα.
Θα
‘ρθει καιρός
που
θ’ αλλάξουν τα πράγματα
να
το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι
Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο
το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας
τη σκυτάλη
Μη
βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ
είσαι η ελπίδα
Άκου,
θα ‘ρθει καιρός
που
τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε
θα βγαίνουν στην τύχη
δεν
θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με
γερμένους απ’ έξω
και
τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε
θα ‘μαστε άλογα
να
μας κοιτάνε στα δόντια
Οι
άνθρωποι, σκέψου,
θα
μιλάνε με χρώματα
κι
άλλοι με νότες
να
φυλάξεις μοναχά
σε
μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις
κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι,
καταπίεση,
μοναξιά,
τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για
το μάθημα της Ιστορίας
Είναι
Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι
καιροί και θα’ ρθουνε κι άλλοι
δε
ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα
έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι
απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία
έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα
την αλλάξουμε τη ζωή
…παρ’
όλα αυτά Μαρία.
Αζίζ
Νεσίν
Ο
Αζίζ Νεσίν (Μεχμέτ
Νουσρέτ Νεσίν)
γεννήθηκε στις
20 Δεκεμβρίου 1915, στην
Κωνσταντινούπολη.
Σώπα,
μη μιλάς, είναι ντροπή
κοψ’ τη φωνή σου,
σώπασε κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα
πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μου έλεγαν: «Σώπα».
Στο
σχολείο μου έκρυψαν την αλήθεια τη
μισή
και μου
έλεγαν: «Εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μου έλεγε:
«Κοίτα, μην πεις τίποτα, και σώπα!».
Κοψ’
τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου
χρόνια.
Ο
λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα
αίματα στα πεζοδρόμια
«Τι σε νοιάζει, μου έλεγαν,
θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά,
σώπα».
Αργότερα
φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις και σώπα».
Παντρεύτηκα
κι έκανα παιδιά
και τα έμαθα να
σωπαίνουν.
Ο
άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε
«σώπα».
Στα
χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με
συμβούλευαν:
«Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες
τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία
ζηλευτή
μας
ένωνε όμως το «σώπα».
Σώπα
ο ένας, σώπα ο άλλος,
σώπα οι επάνω, σώπα
οι κάτω,
σώπα
όλη η πολυκατοικία και όλο το
τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι
κι οι δρόμοι
οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη,
μια δύναμη
μεγάλη
αλλά
μουγκή!
Πετύχαμε
πολλά και φτάσαμε ψηλά,
μας δώσανε και
παράσημα
κι
όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου,
στη γυναίκα σου
και στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις,
ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και καν’ την να σωπάσει.
Κοψ’ τη σύρριζα.
Πέταξε την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι
αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με σας».
Αχ,
πόσο θα ήθελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κοψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το
τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.
Για
να είσαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα έρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω
και δε θα φοβηθώ
και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα
γεμίζω
μ’
έναν φθόγγο
μ’ ένα τραύλισμα
με μια κραυγή
που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ
!
Ναζίμ
Χικμέτ
Ο
Ναζίμ
Χικμέτ γεννήθηκε
στις
15 Ιανουαρίου 1902,
στη
Θεσσαλονίκη
Η
πιο όμορφη θάλασσα
Να
γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου
ματιών
είμαστε
μες στο δικό μας κόσμο.
Η
πιο όμορφη θάλασσα
είναι
αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα
πιο όμορφα παιδιά
δεν
έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις
πιο όμορφες μέρες μας
δεν
τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι
αυτό που θέλω να σου πω,
το
πιο όμορφο απ’ όλα,
δε
σ’ τό ‘χω πει ακόμα.
(Μετάφραση
Γιάννης Ρίτσος)