Μαρία την ήθελε ο Μάνος Ελευθερίου, τη φίλη του απ’ την Κοκκινιά που γύρισε απ’ την εξορία ι ας μην την έλεγαν Μαρία.
Μέσα στις περίπου 670 χιλιάδες Μαρίες της Ελλάδας, θα βρισκόντουσαν κάμποσες να έχουν κουβαλήσει τα ίδια βαριά φορτία της Ιστορίας.
Και η προέλευση της λέξης έχει τη δική της γοητεία.
Είτε προέρχεται απ’ το εύφορη στα Αραμαϊκά, είτε απ’ το αγαπημένη στα Αιγυπτιακά, ή τη θάλασσα στα Λατινικά, Μαρία είναι το όνομα που μοιράζονται οι περισσότερες γλώσσες του κόσμου, καταργώντας κατά ένα τρόπο τη βαβυλωνία.
Στη χριστιανική θρησκεία, η Μαρία έμελλε να γίνει η γυναίκα που φορτώθηκε ασήκωτο βάρος και βαθύ πόνο.
Είναι ασήκωτο βάρος να γεννάς έναν θεό, με την άμωμο κύηση να απαγορεύει την ομορφιά του έρωτα.
Να κοιλοπονάς σε μια σπηλιά, χωρίς να μπορείς να ουρλιάξεις τις ωδίνες.
Να τρέχεις πρόσφυγας κουβαλώντας το σπλάχνο σου, κατά τη μεριά της Ράφας, για να γλιτώσεις, όπως σήμερα, απ’ το λεπίδι του Ηρώδη.
Να ζεις το βασανιστικό θάνατο του γιου σου και να θρηνείς με το σπαραχτικό, ‘ω γλυκύ μου έαρ’
Και μετά απ’ όλα αυτά, να ακουμπάνε πάνω σου εκατομμύρια «αχ Παναγιά μου», απελπισίας και ανημπόριας , μέσα στους αιώνες, και να μένεις ακίνητη και άλαλη σε μιαν εικόνα, φορτωμένη με τάματα ανεκπλήρωτων θαυμάτων.
Σε κάθε Μαρία της ζωής μας, χ ρ ό ν ι α π ο λ λ ά και καλά
« κι όχι να ζεις μ’ αυτή τη συμμορία
Και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου